αμίλητο νερό

αμίλητο νερό
Έθιμο με ειδωλολατρικές προεκτάσεις, που αναφέρεται κυρίως στη γαμήλια τελετή και στη μαντική. Είναι κυρίως ελληνικής επινόησης, αλλά υπάρχει και σε μερικούς άλλους λαούς. Α.ν. ονομάζεται το νερό που αγόρια ή κορίτσια παίρνουν από πηγή, βρύση ή πηγάδια και το μεταφέρουν στα σπίτια χωρίς να προφέρουν απολύτως καμία λέξη. Χρησιμοποιείται κυρίως τις μέρες του Κλήδονα, ενώ υπάρχουν διαφορετικές παραλλαγές για κάθε περιοχή της Ελλάδας. Στην Απείρανθο της Νάξου, το βράδυ της παραμονής του Κλήδονα ζυμώνουν το αρμυρό πιτάρι από αλεύρι, αλάτι και α.ν. Αυτός που θα το μεταφέρει δεν πρέπει να μιλήσει καθόλου, ακόμη και αν τον δείρουν· πρέπει μάλιστα να περάσει από τρεις εκκλησίες για να αγιαστεί το α.ν. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, τοποθετούν α.ν. στο δοχείο του Κλήδονα, που περιέχει συμβολικά αντικείμενα (βραχιόλια, δαχτυλίδια κ.ά.), και το βάζουν κάτω από τα άστρα, ώστε να αποκτήσει μαγικές ιδιότητες. Σε πολλά χωριά, τα κορίτσια προλέγουν τον μελλοντικό τους σύζυγο, διαβάζοντας το α.ν. Στα χωριά της Αρκαδίας χρησιμοποιούν α.ν. για το ζύμωμα των ψωμιών του γάμου, ενώ στα χωριά του Παρνασσού, την παραμονή της πρωτοχρονιάς, κορίτσια φέρνουν α.ν. από τη βρύση του χωριού χωρίς να μιλούν και το προσφέρουν στους συγκατοίκους τους. Στη Λευκάδα πάλι, τρία κορίτσια, συγγενείς του γαμπρού, φέρνουν το προορισμένο για τα γαμήλια ψωμιά α.ν. από τη βρύση του χωριού χωρίς να μιλούν και όταν φτάσουν στον προορισμό τους, ρίχνουν νομίσματα και επικαλούνται τις μοίρες. Ανάλογα έθιμα υπάρχουν και σε άλλες περιοχές της χώρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • αμίλητος — η, ο [μιλώ] 1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος 2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος 3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • αμίλητος — η, ο 1. εκείνος που δε μιλά, λιγόλογος, σεμνός: Στεκόταν αμίλητος σαν ψάρι. 2. δύσκολος, απλησίαστος: Αμίλητος κι αγέλαστος, δεν έδινε θάρρος σε κανένα. 3. εκείνος που δε μιλιέται, δε χαρίζεται: Και να τον παρακαλέσω δε θα σου κάνει τίποτε· είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ριζικάρι — το ιού, πληθ. ια, καθένα από τα αντικείμενα που ρίχνουν στο αμίλητο νερό στον κλήδονα, σημάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”